- στενόμυαλος
- -η, -οστενοκέφαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στενόμυαλος — η, ο, Ν στενοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + μυαλό] … Dictionary of Greek
ηθικολόγος — ο, η 1. αυτός που μιλά, που πραγματεύεται περί ηθικής, που διδάσκει τί πρέπει να κάνεις κανείς και τί όχι 2. αυτός που δογματίζει συστηματικά περί ηθικής, αυτός που συνηθίζει να σχολιάζει συστηματικά τις πράξεις τών άλλων από στενή ηθική άποψη… … Dictionary of Greek
μικρόμυαλος — η ο 1. μικρόνους, λιγόμυαλος, στενόμυαλος, στενοκέφαλος 2. ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, ασύνετος … Dictionary of Greek
στενομυαλιά — η, Ν [στενόμυαλος] στενοκεφαλιά … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek